ἐπηγκενίδες

ἐπηγκενίδες
ἐπ-ηγκενίδες: uppermost streaks or planks of a ship, forming the gunwale, Od. 5.253†. (See cut No. 32, letter c).

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επηγκενίδες — ἐπηγκενίδες, αι (AM) σανίδες που με τη μορφή λωρίδων καλύπτουν τον σκελετό τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηγκεν ίδ ες. Το βασικό μόρφημα ηγκεν συνδέεται με τον τ. αγκών* αγκώνες «γωνιές καρφωμένες εσωτερικά στα πλάγια τής βάρκας» το η είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἐπηγκενίδες — long planks fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδας — ἐπηγκενίδες long planks fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδεσι — ἐπηγκενίδες long planks fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδεσσι — ἐπηγκενίδες long planks fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίδος — ἐπηγκενίδες long planks fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηγκενίς — ἐπηγκενίδες long planks fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίβλημα — το, ΝΑ [περιβάλλω] νεοελλ. 1. οτιδήποτε περιβάλλει, περικαλύπτει σκεπάζει, ολοκληρωτικά γύρω γύρω κάτι άλλο, περικάλυμμα, επένδυμα (α. «περίβλημα από μέταλλο» β. «περίβλημα από δέρμα») 2. τεχνολ. κάλυμμα που έχει ως προορισμό τη θερμική προστασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”